κνῖσα — steam and odour of fat fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνίσα — η (AM κνῑσα, Α και επικ. τ. κνίση) 1. ο λιπαρός ατμός, ο αχνός και η οσμή από το ψήσιμο τού κρέατος («κνίση δ οὐρανὸν ἶκεν ἑλισσομένη περὶ καπνῷ» η κνίσα γύριζε γύρω από τον καπνό κι έφτανε στον ουρανό, Ομ. Ιλ.) 2. το λίπος με το οποίο τύλιγαν το … Dictionary of Greek
κνίσα — κνίζω scratch aor ind act 1st sg (homeric ionic) κνί̱σᾱ , κνῖσα steam and odour of fat fem nom/voc/acc dual κνί̱σᾱ , κνῖσα steam and odour of fat fem nom/voc/acc dual (epic) κνί̱σᾱ , κνῖσα steam and odour of fat fem nom/voc sg (epic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνίσᾳ — κνίσαι , κνίζω scratch aor imperat mid 2nd sg κνίσαι , κνίζω scratch aor inf act κνί̱σᾱͅ , κνῖσα steam and odour of fat fem dat sg (doric aeolic) κνί̱σᾱͅ , κνῖσα steam and odour of fat fem dat sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνίσα — η ο καπνός και η μυρουδιά του κρέατος που ψήνεται, τσίκνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κνισᾷ — κνῑσᾷ , κνισάω fill with the savour of burnt sacrifice pres subj mp 2nd sg κνῑσᾷ , κνισάω fill with the savour of burnt sacrifice pres ind mp 2nd sg (epic) κνῑσᾷ , κνισάω fill with the savour of burnt sacrifice pres subj act 3rd sg κνῑσᾷ ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνίσας — κνίσᾱς , κνίζω scratch aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) κνίζω scratch aor ind act 2nd sg (homeric ionic) κνί̱σᾱς , κνῖσα steam and odour of fat fem acc pl κνί̱σᾱς , κνῖσα steam and odour of fat fem gen sg (doric aeolic) κνί̱σᾱς … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνῖσαι — κνῖσα steam and odour of fat fem nom/voc pl κνῖσα steam and odour of fat fem nom/voc pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνισσᾶν — κνῖσα steam and odour of fat fem gen pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνῖσαν — κνῖσα steam and odour of fat fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνίσασαν — κνίσᾱσαν , κνίζω scratch aor part act fem acc sg (attic epic ionic) κνί̱σᾱσαν , κνισάω fill with the savour of burnt sacrifice aor ind act 3rd pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)